- χοντρ(ο)-
- και χονδρ(ο)- Να' συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης» (πρβλ. χοντρο-κόκαλος, χοντρό-πανο, χοντρό-σωμος)β) «άξεστος, αγροίκος, πρόστυχος, χυδαίος, αναίσθητος» (πρβλ. χοντρ-άνθρωπος, χοντρο-γυναίκα, χοντρό-πετσος)γ) «νωθρός, βραδύνους» (πρβλ. χοντρό-μυαλος), αλλά και «ισχυρογνώμονας» (πρβλ. χοντρο-κέφαλος)δ) «άτεχνος, ακατέργαστος, άκομψος, χονδροειδής» (πρβλ. χοντρο-καμωμένος, χοντρο-κοπιά)ε) «μεγάλος, σημαντικός, ισχυρός» (πρβλ. χοντρο-νοικοκυρης), σημασία που μπορεί να συνδεθεί με την έννοια τής χονδρικής πώλησης αγαθών την οποία εμφανίζει το χοντρ(ο)- /χονδρ(ο)- σε ορισμένους τ. (πρβλ. χοντρο-μπακάλης, χονδρ-έμπορος), η οποία μπορεί να συνεπάγεται και μια ανάλογη δύναμη και υπεροχήστ) «βαρύς, σκληρός, δύσκολος» (πρβλ. χοντρο-δουλειά). Τα σύνθετα με α' συνθετικό χοντρ(ο)- / χονδρ(ο)- ανήκουν κυρίως στην κατηγορία τών προσδιοριστικών συνθέτων (πρβλ. χοντρ-άνθρωπος, χοντρο-καμωμένος) ή τών κτητικών συνθέτων (πρβλ. χοντρο-μούρης, χοντρό-πετσος).Παραδείγματα λέξεων με α' συνθετικό χοντρ(ο)- / χονδρ(ο)-: χονδρέμπορος, χονδροειδής, χονδροκόπης, χονδρολόγημα, χονδρόπλεκτος, χοντράνθρωπος. χοντροδουλειά, χοντροκαμωμένος, χοντροκέφαλος, χοντροκόκαλος, χοντροκομμένος, χοντροκοπιά, χοντρομπαλάς, χοντρόμυαλος, χοντρόπετσος, χοντρόφλουδος, χοντροφρύδης, χοντροφτειαγμένος, χοντροχείλης.
Dictionary of Greek. 2013.